Αλλά οι τουρίστες ξοδεύουν λιγότερα απ’ ό,τι 10 χρόνια πριν
Λιγότερα χρήματα ξοδεύουν πλέον οι ξένοι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας -σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της- δε φαίνεται να συγκαταλέγεται στους φθηνούς προορισμούς αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευρωπαίοι τουρίστες στην Ελλάδα δαπανούν περίπου τα ίδια, εάν όχι και περισσότερα χρήματα.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από δύο μελέτες που δημοσίευσε το ΙΝΣΕΤΕ με αντικείμενο την εξέλιξη της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια
Μειώθηκε η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη την τελευταία 10ετία
Η μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ελλάδα ορίζεται στα 55 ευρώ δηλαδή 8,6% (από 639,5 ευρώ σε 584,4 ευρώ). Η τάση αυτή καταγράφηκε από το 2011 έως το 2016, παρουσιάζοντας μια σταθεροποίηση στη συνέχεια και μια σημαντική αύξηση 12,5% μέσα στη διετία 2019 – 2020, φτάνοντας τα 584,4 ευρώ το 2020 από 519,6 ευρώ το 2018.
Η μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης συνέβη κυρίως λόγω της μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής κατά 5,5%. Συγκριτικά με άλλες χώρες – ανταγωνιστικές αγορές προς την Ελλάδα, οι μελέτες του ΙΝΣΕΤΕ έδειξαν ότι το 2020 η μέση δαπάνη στην Ελλάδα υπερτερούσε της Ισπανίας κατά 41 ευρώ.
Επίσης, από τις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2020, στις δύο (Γερμανία και Ιταλία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι οριακά χαμηλότερη (9 ευρώ) απ’ ότι η αντίστοιχη στην Ισπανία ενώ στις υπόλοιπες δύο είναι υψηλότερη – από 9 ευρώ για το Ηνωμένο Βασίλειο έως 434 ευρώ για τη Γαλλία, από την οποία η Ισπανία έλκει μεγάλο μέρος του οδικώς εισερχόμενου τουρισμού της.
Ποιες αγορές αύξησαν το μερίδιό τους στην ελληνική τουριστική αγορά
Παρά την αλλαγή του μίγματος αγορών που παρατηρήθηκε το 2020, με αύξηση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών στη χώρα μας, που έχουν υψηλότερη ταξιδιωτική δαπάνη έως και 4 φορές σε σύγκριση με τις οδικές αφίξεις και μείωση του μεριδίου των αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη δεν έφτασε στα επίπεδα που ήταν το 2011 (584,4 ευρώ το 2020 έναντι 693,5 ευρώ το 2011).
Συγκεκριμένα, την περίοδο 2011-2020 οι παραδοσιακές αγορές του ελληνικού τουρισμού (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία) εμφάνισαν αύξηση του μεριδίου τους από 40% το 2011 σε 50% το 2020 και αυτό παρά τη μείωση που σημείωσαν οι αφίξεις από αυτές τις αγορές κατά -44,4% (από 6,6 εκατ. το 2011 σε 3,7 εκατ. το 2020).
Αντίθετα, οι νέες αγορές (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Ρουμανία, Σερβία και Αλβανία) εμφάνισαν μείωση στο μερίδιό τους, από 21% το 2011 σε 19% το 2020, λόγω του υψηλότερου ρυθμού μείωσης των αφίξεων από τις αγορές αυτές (-58,2%,από 3,4 εκατ. το 2011 σε 1,4 εκατ. το 2020).